πέζις

πέζις
-εως, ἡ, Α
είδος αμανίτη χωρίς στέλεχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου λ., που αναφέρεται σε ένα είδος μανιταριού (πρβλ. λατ. pezica), το οποίο πιθ. ταυτίζεται με το λυκόπερδον (< πέρδομαι). Η λ. πέζις συνδέεται πιθ. με τ., όπως το αρχ. άνω γερμ. vist, οι οποίοι ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *pezd- «αφήνω να περάσει αέρας, πέρδομαι» (πρβλ. βδέω*, λατ. pedo). Η σύνδεση της λ. με το πεζός προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέζις — πέζῑς , πέζις bullfist fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πέζις bullfist fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζίς — ίδος, ἡ, ΜΑ [πέζα] πέζα* …   Dictionary of Greek

  • πεζίδα — πεζίς border fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζίδες — πεζίς border fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέζη — πέζις bullfist fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέζιας — πέζις bullfist fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Peziza — badia …   Wikipédia en Français

  • πεζίδιον — και πεζετίον και πεζίτιον και πεζήτιον, τὸ, Α [πεζίς, ίδος] η ταινία …   Dictionary of Greek

  • πέζηι — πέζῃ , πέζα instep fem dat sg (attic epic ionic) πέζις bullfist fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέζης — πέζα instep fem gen sg (attic epic ionic) πέζις bullfist fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”